ψυχοδοτήρ

ψυχοδοτήρ
-ῆρος, ὁ, Α
(ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που δίνει την ψυχή, τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχ(ο)-* + δοτήρ (< δίδωμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοδότης — ὁ, Α ψυχοδοτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αἱμο δότης] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοδοτῆρα — ψῡχοδοτῆρα , ψυχοδοτήρ giver of the soul masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”